τσανγκ

τσανγκ
το, Ν
άκλ. μετρολ. α) κινεζική μονάδα μήκους ισοδύναμη με 3,6 μέτρα
β) ταϊλανδική μονάδα βάρους ισοδύναμη με 1,2 χιλιόγραμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τσανγκ Κάι-σεκ — (Νονγκ πο 1887 – Ταϊπέχ 1975). Κινέζος στρατηγός και πολιτικός. Από οικογένεια γεωργών και εμπόρων, το 1907 στάλθηκε να συμπληρώσει τις σπουδές του στο Τόκιο, όπου γνωρίστηκε με εξόριστους Κινέζους, οπαδούς του ριζοσπάστη ηγέτη Σουν Γιατ σεν. Το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ταοϊσμός — Φιλοσοφικοθρησκευτικό ρεύμα της αρχαίας Κίνας, που εμφανίστηκε κατά την περίοδο της δυναστείας των Τσόου. Δύο υπήρξαν οι πλευρές ή καλύτερα οι φάσεις του τ., κατά χρονολογική σειρά. Η πρώτη ήταν ο φιλοσοφικός τ. (Τάο τσια), που αναπτύχθηκε μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • Τ’άι Π’ινγκ — Η μεγαλύτερη κινεζική αγροτική εξέγερση του 19ου αι. (1851 64). Αρχηγός της ήταν ο Χουνγκ Σιου τσιάν (1813 1864), χωρικός από το Κουανγκσί, ο οποίος επηρεάστηκε πολύ από τη διδασκαλία των χριστιανών ιεραπόστολων. Αφού έγινε και ο ίδιος κήρυκας… …   Dictionary of Greek

  • Φαλκενχάουζεν, Αλέξανδρος φον — (Falkenhausen, 1878 – 1966). Γερμανός στρατηγός. Την περίοδο 1933 38 διετέλεσε αρχηγός της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στον Τσανγκ Κάι Σεκ και το 1940 διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Βόρειας Γαλλίας.… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Γιαλού — Ποταμός (790 χλμ.) της ανατολικής Ασίας. Πηγάζει από την οροσειρά Τσανγκ Πάι Σαν στα βόρεια σύνορα της Βόρειας Κορέας, ρέει κατά μήκος των κινεζο κορεατικών συνόρων και εκβάλλει στον Κορεατικό κόλπο. Σε πολλά σημεία του ρου του υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • Γκαντάρα — Αρχαία περιοχή της Ινδίας. Τα όρια της Γ. αμφισβητούνται από τους νεότερους αρχαιολόγους. Ο Ηρόδοτος τον 5o αι. π.Χ. χρησιμοποίησε πρώτος το όνομα Γανδάριοι για να χαρακτηρίσει τους κατοίκους της περιοχής Ν του Χιντοκούς. Από αυτή τη μαρτυρία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”